Το θέμα δεν είναι να κάνουμε μια ωραία θεωρία. Το θέμα είναι να επιβεβαιώνεται η ορθότητα κατά την εφαρμογή της. Σε αυτή την δύσκολη συνάρτηση μεταξύ θεωρίας και πράξης φαίνεται πως δεν τα κατάφερε η κυβέρνηση και, πέφτοντας στην αντίφασή της, διαψεύστηκε για άλλη μια φορά. Προφανώς δεν διδάχτηκε από προηγούμενες αποτυχίες όπως η ίδια ομολογεί, στο γάλα, το ψωμί κλπ, όπου υποτίθεται ότι με τη θεωρία της απελευθέρωσης και του ανταγωνισμού θα έπεφταν οι τιμές, αλλά μάλλον έγινε το αντίθετο! Δεν διδάχτηκε ούτε να ακούει τους εκπροσώπους της καθημερινής βιοπάλης στην αγορά, δηλαδή τους μικρομεσαίους, με αποτέλεσμα το ένα λάθος να έρχεται μετά το άλλο.
Αντί να ακούσει τον «ήχο» των ανθρώπων της αγοράς, εξαπολύει τα ελεγκτικά της όργανα να κυνηγάνε το γραμμάριο στο ψωμί και τη σταγόνα στο γάλα, για να επιβάλει την «καλή λειτουργία του ανταγωνισμού»(!) και να… πέσουν με το ζόρι οι τιμές!
Η ουσία της παραπάνω επισήμανσης είναι η αντίφαση μεταξύ θεωρίας και πράξης και κυρίως η εκ των πραγμάτων κριτική, στις θεωρίες που αναπτύχθηκαν για την άμεση αποτελεσματικότητα των «απελευθερώσεων» στις τιμές, στην απασχόληση και στην ανάπτυξη.
Το δράμα του κυβερνητικού αδιεξόδου μεταξύ θεωρίας και πράξης επιβεβαιώθηκε τώρα και στο άνοιγμα των Κυριακών. Θεωρίες επί θεωριών ότι, ο καταναλωτής θα τρέξει την Κυριακή να ψωνίσει ό,τι δεν ψωνίζει τις άλλες μέρες, αναπτύχθηκαν, για να μας πείσουν ότι μετά τις 52 ελεύθερες Κυριακές σε 10 περιοχές της χώρας, θα ακολουθήσει ένας ενθουσιασμός που θα συμπαρασύρει το άνοιγμα σε όλη η χώρα! Δεν είδε η κυβέρνηση το ανύπαρκτο εισόδημα του καταναλωτή, έβλεπε μόνο τα όνειρα του μεγάλου κεφαλαίου για κέρδη σε βάρος των μικρομεσαίων.
Όποιος είδε τόσο με τα μάτια της εμπειρίας όσο και με τα στατιστικά στοιχεία και τις μετρήσεις που δημοσίευσε η ΕΣΕΕ, θα κατάλαβε ότι και πάλι η κυβέρνηση μιλούσε με θεωρίες και αγνοούσε την πραγματικότητα.
Όπως λοιπόν είδαμε στην έρευνα, στις εμπορικές αγορές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και ορισμένων σημαντικών περιφερειακών αγορών της Αττικής, την Κυριακή 20 Ιουλίου, το 40% στη Αττική και το 53% στη Θεσσαλονίκη ούτε καν άνοιξαν. Από αυτές που άνοιξαν, ποσοστό 78% των επιχειρήσεων δεν έμεινε ικανοποιημένο από τον τζίρο.
Για τα καταστήματα που άνοιξαν, ο τζίρος ήταν πολύ μικρότερος σε
σύγκριση τόσο με την Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013 όσο και με την Κυριακή 19
Ιανουαρίου 2014.
Η έρευνα ακόμη έδειξε τα εξής ανατρεπτικά στοιχεία για την κυβερνητική προπαγάνδα:
Το 64% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι επιβαρύνεται από το άνοιγμα ενώ ένα
αρκετά σημαντικό ποσοστό, το 36% δείχνει ότι κρίνει αμελητέα έως και
μηδενική την επιβάρυνση.
-στην πρόθεση πρόσληψης υπαλλήλου με αφορμή το άνοιγμα της επιχείρησης
την Κυριακή, όλοι σχεδόν οι έμποροι απαντούν αρνητικά όχι μόνο για τώρα
αλλά και για το μέλλον.
Με τέτοια στοιχεία γίνεται φανερό ότι καμιά κυβερνητική θεωρία για ευεργετικό άνοιγμα των Κυριακών δεν μπορεί να σταθεί. Αντιθέτως βγαίνουν στην επιφάνεια τα αρνητικά στοιχεία κόστους που στο τέλος θα πληρώσει ο καταναλωτής, με αύξηση των τιμών! Εκεί θα φτάσει η κυβερνητική εμμονή, στο ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που ισχυρίζεται.
Για να επανέλθουμε στο κεντρικό νόημα του θέματος, θα λέγαμε ότι όλοι πλέον έχουν κατανοήσει ότι το θέμα «ανοικτές Κυριακές και ελεύθερο ωράριο» βρίσκεται στο κέντρο μιας ισχυρής διαπάλης συμφερόντων στην οποία εμπλέκονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι, το κράτος, οι καταναλωτές κ.α.
Το κύριο μέτωπο εντοπίζεται στη προσπάθεια των μεγάλων επιχειρήσεων να επιβάλλουν «ελεύθερο ωράριο» σε αντίθεση με τους μικρομεσαίους που θέλουν ένα λειτουργικό ωράριο, ώστε ο ανταγωνισμός να διεξάγεται με ίσους όρους όσον αφορά το χρόνο λειτουργίας. Ο στόχος της κυβέρνησης είναι προφανής. Όχι ανάπτυξη της αγοράς αλλά αναδιανομή της με μεταφορά τζίρου από τις μικρές στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το πώς θα το πετύχουν μέσα σε τόσο χαμηλούς τζίρους, έχουν τον τρόπο τους σε βάθος χρόνου, με σταδιακή διολίσθηση της κατανάλωσης προς αυτές.
Αυτές οι «ελευθερίες» ωραρίου και Κυριακών, στην ουσία ανατρέπουν την ίση επιχειρηματική βάση στους όρους ανταγωνισμού και εισάγουν τον ανταγωνισμό που στηρίζεται στην βιολογική και οικονομική αντοχή των ΜΜΕ. Με την εξάντληση αυτών των αντοχών οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν πλέον να συγκεντρώνουν ανενόχλητα τον τζίρο της αγοράς. Αυτή είναι η ουσία, αυτός είναι ο στόχος της κυβερνητικής πολιτικής.
Τo Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των ΜΜΕ για το ωράριο.
Δεν είναι καμιά καινούρια άποψη αυτή που εκφράσαμε για την συγκέντρωση της αγοράς μέσω του ωραρίου. Πολύ νωρίτερα το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τις ΜΜΕ ανέφερε:
«Η απελευθέρωση του ωραρίου των λιανεμπορικών καταστημάτων φαίνεται να επιταχύνει την μείωση του μεριδίου της αγοράς των ΜΜΕ, ελαττώνοντας την κερδοφορία τους (το κόστος αυξάνει περισσότερο από τις πωλήσεις). Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιο ικανές να εκμεταλλευτούν το συνεχές ωράριο μια και είναι σε θέση να προσλάβουν εργαζόμενους μερικής απασχόλησης και να οργανώσουν εναλλαγές βάρδιας. Τα μικρά καταστήματα δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώνουν έναν επιπλέον εργαζόμενο και ειδικότερα τα μικρά εξειδικευμένα μαγαζιά δεν είναι σε θέση να προσλάβουν φθηνό ανειδίκευτο προσωπικό μερικής απασχόλησης, αφού η σωστή εξυπηρέτηση πελατών απαιτεί ένα συγκεκριμένο βαθμό εμπειρίας». Έκτη Έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τις ΜΜΕ – 2000. σελ.8.
Το παραπάνω απόσπασμα δίνει, μέσα από κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επίσημα και ολοκληρωμένα όλη την πολιτική και οικονομική διάσταση της λειτουργίας του ωραρίου ως εργαλείου συγκέντρωσης και μονοπώλησης της αγοράς και διαψεύδει τις θεωρίες περί ευεργετικών επιδράσεων της απελευθέρωσης του ωραρίου στην αγορά, στους καταναλωτές, στην ανάπτυξη κλπ.
Σ.Β.
ΠΗΓΗ: ΕΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου